περισσοποιός

περισσοποιός
περισσο-ποιός, όν,
A making odd, of numbers, Syrian.in Metaph.131.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περισσοποιός — όν, Α (για αριθμό) αυτός που καθιστά περιττό έναν άλλο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. παντο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • περιττοποιός — περισσοποιός , περισσοποιός making odd masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”